πενιχρότης
Look at other dictionaries:
πενιχρότης — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητα — πενιχρότης fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητος — πενιχρότης fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πενιχρότητα — η / πενιχρότης, ητος, ΝΑ [πενιχρός] νεοελλ. η κατάσταση ή η ιδιότητα τού πενιχρού αρχ. πενία … Dictionary of Greek